- ομόδιφρος
- ὁμόδιφρος, -ον (Α)αυτός που μεταφέρεται από την ίδια άμαξα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + δίφρος «άρμα» (πρβλ. καλλι-διφρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμόδιφρος — driving in the same chariot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek